- φραξίδι
- το, Νμικρός φράχτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραξ- τού έ-φραξ-α, αορ. τού φράζω* (II) (πρβλ. φράξ-ιμο) + κατάλ. -ίδι (πρβλ. στρωσ-ίδι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φραξίδι — το μικρός φράχτης: Στα φραξίδια προς τον ήλιο έχουν στολή (Δ. Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)